- ρεπουσέ
- το, Ν(καλ. τέχν.) μέθοδος διακόσμησης μετάλλων, κατά την οποία ορισμένα μέρη τού σχεδίου προβάλλουν σε ανάγλυφο με σφυρηλάτηση από την πίσω μεριά ή από το εσωτερικό τού έργου, ενώ η επεξεργασία τών λεπτομερειών μπορεί να προστεθεί από την πρόσθια πλευρά με σκάλισμα ή χάραξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. repousse < repousser «απωθώ, ρίχνω πίσω»].
Dictionary of Greek. 2013.